- μετρική
- Τα αρχαία ποιητικά κείμενα των διάφορων ινδοευρωπαϊκών φυλών παρουσιάζουν ένα ή περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά, γεγονός που αποδεικνύει την κοινή καταγωγή τους. Αυτό το δεδομένο οδήγησε, ήδη από τη δεύτερη πεντηκονταετία του 19ου αι., στη μεγαλοφυή υπόθεση, ότι οι Ινδοευρωπαίοι είχαν αρχικά έναν και μοναδικό στιχουργικό τρόπο, από τον οποίο προήλθαν, αν και απολύτως ανεξάρτητα μεταξύ τους, τα διάφορα μέτρα (ή μετρικά συστήματα) των Ελλήνων και των Λατίνων, των αρχαίων Ινδών, των Ιρανών, των Κελτών, των Γερμανών κ.ά. Τα, ινδοευρωπαϊκής καταγωγής, μετρικά συστήματα, ανάλογα με τον ρυθμικό κανόνα που διέπει τη γλώσσα, στην οποία ανήκουν, διακρίνονται σε ποσοτικά και σε τονικά. Για να σχηματιστεί ένας στίχος, είναι απαραίτητο, οι λέξεις που τον απαρτίζουν να ακολουθούν η μια την άλλη, έτσι ώστε ο λόγος να ρέει σύμφωνα με έναν ρυθμό. Στις γλώσσες που βασίζονται στο τονικό σύστημα (ή της επίτασης) –όπως είναι οι περισσότερες σύγχρονες γλώσσες– ο ρυθμός παράγεται από την κατάλληλη εναλλαγή τονισμένων και άτονων συλλαβών. Στις γλώσσες, όμως, που βασίζονται στην ποσότητα (όπως τα αρχαία ελληνικά, τα σανσκριτικά κλπ.) που έχουν, δηλαδή, φωνήεντα διαφορετικής διάρκειας (ή χρονικής ποσότητας), ο ρυθμός παράγεται από την κατάλληλη εναλλαγή μακρών και βραχέων συλλαβών, χωρίς κάποια σχέση με τον ιδιαίτερο τονισμό της κάθε λέξης.
αρχαία ελληνική και λατινική μ. Οι ποσότητες, από θεωρητική άποψη και σύμφωνα με τη μ. και τα δεδομένα που μας προσφέρει η προσωδία, είναι μόνο δύο: με το σημείο U ορίζεται η βραχεία συλλαβή και με το σημείο – η μακρά. Αργότερα καθορίστηκε συμβατικά η ισότητα – = U U. Γι’ αυτό, στην αρχαία ελληνική και λατινική προσωδία, τουλάχιστον σε μερικά σημεία των στίχων, επιτρέπεται η αντικατάσταση δύο βραχέων συλλαβών (u U) με μία μακρά (–) και το αντίθετο. Από μ., ωστόσο, άποψη οι ελληνικοί και λατινικοί στίχοι παρουσιάζονται σαν μια διαδοχή φθόγγων, που συνταιριάζονται από ήχους διαφορετικής διάρκειας, και ακόμα, σαν γραφικές παραστάσεις σχημάτων, στα οποία οι συλλαβές περιγράφονται με τη βοήθεια των σημείων – και U, ανάλογα με τη διάρκεια κάθε συλλαβής.
Ο σκοπός της μ. είναι να καθορίσει και να ερμηνεύσει το διάγραμμα κάθε στίχου και σε αυτόν τον στόχο αφοσιώθηκαν με ζήλο οι Έλληνες και Λατίνοι γραμματολόγοι, ήδη από τους πρώτους αιώνες της αυτοκρατορίας. Η διδασκαλία τους –άλλοτε με χαρακτηριστικά στείρου διδακτισμού και άλλοτε στα πλαίσια άστοχων εξαρτήσεων της μ. με τους κανόνες της ρυθμικής ή της μουσικής– αν και αποκάλυπτε τις πηγές των διάφορων σύγχρονων σχολών, δεν παρέχει ουσιαστική χρησιμότητα σε επίπεδο ερμηνείας.
Οι ελληνικοί και λατινικοί στίχοι, όπως και κάθε άλλο είδος στίχου που επινόησε ο άνθρωπος, είναι ενιαία και αδιαίρετα ρυθμικά σύνολα· μονάχα για σκοπούς διδακτικούς ή μνημο-τεχνικούς οι αρχαίοι γραμματολόγοι (ακολουθούμενοι εσφαλμένα από τους περισσότερους σύγχρονους μελετητές της στιχουργικής) επεδίωξαν να εντοπίσουν στους στίχους των αρχαίων μετρικές μονάδες (πόδες και μέτρα), που συχνότατα εξομοιώνονται άστοχα με τη μουσική μπατούτα.
Πιθανότατα, στην αρχή και οι Έλληνες και οι Λατίνοι, όπως και οι Ινδοευρωπαίοι πρόγονοι τους, χρησιμοποιούσαν ένα είδος στίχου, που συγγένευε με τον κοινής καταγωγής στίχο, από τον οποίο αναπτύχθηκαν και οι υπόλοιποι στην Ελλάδα. Πραγματικά έως την πρώτη ομηρική εποχή (9ος-8ος αι. π.Χ.) φαίνεται πως οι Έλληνες είχαν έναν μόνο τύπο στίχου, τον εξάμετρο, ο οποίος αργότερα αποτέλεσε το μέτρο κάθε επικής ποίησης, προς τιμήν του μεγάλου εθνικού ποιητή. Τον 7o αι. π.Χ., με τον Αρχίλοχο, η ελληνική ποίηση παρουσίασε την περιεκτικότατη πολυμετρική, η οποία προκαλεί συναισθήματα θαυμασμού ακόμη και στη σύγχρονη εποχή.
Όσον αφορά τους Ρωμαίους ο μόνος γνωστό στίχος τους, έως τον 4o αι. π.Χ., ήταν ο λεγόμενος σατούρνιος (Saturnia tellus ήταν το αρχαίο όνομα της Ιταλίας), ο χαρακτηριστικός στίχος της αρχαϊκής λατινικής ποίησης. Αυτός ο στίχος είχε αποκτήσει λογοτεχνική αξία, από την εποχή ήδη των παλαιότερων Λατίνων επικών ποιητών· ο Λίβιος Ανδρόνικος τον χρησιμοποίησε στη λατινική μετάφραση στο έργο Οδύσσεια του Όμηρου και ο Ναίβιος στο έργο Καρχηδονιακός πόλεμος (Bellum Poenicum).
Οι αρχαίοι ελληνικοί στίχοι διακρίνονται σε προσωδιακούς και σε λυρικούς, από τους οποίους οι πρώτοι απαγγέλλονταν με συνοδεία μουσικού οργάνου, μάλλον διακριτικού, ενώ οι δεύτεροι ήταν τραγούδι με πλήρη συνοδεία μουσικής. Εξάλλου, ενώ οι προσωδιακοί στίχοι διαβάζονταν διεξοδικά ένας - ένας, οι λυρικοί ήταν οργανωμένοι σε στροφές, λιγότερο ή περισσότερο ολοκληρωμένες, σύντομοι στη λυρική μονωδία, εκτενείς –και μεγαλοπρεπείς– στα χορικά λυρικά.
Οι μετρικές εμπειρίες των Ελλήνων ωρίμασαν, σε διάστημα λίγων αιώνων, καλλιεργούμενες από μια ιδιαίτερη ρυθμική και μουσική ευαισθησία, για να φθάσουν στην τελειότητα με τις μεγάλες δημιουργίες του αττικού μεγαλοφυούς πνεύματος. Στην τραγωδία και στην κωμωδία του 5ου αι. π.Χ. αντικατοπτρίζεται το σύνολο της μουσικής και ρυθμικής σοφίας των Ελλήνων. Ωστόσο, από τον 4o αι. π.Χ., όταν ο χορός στο θέατρο περιορίστηκε σε απλό ιντερμέδιο, το οποίο κάλυπτε η οργανική μουσική, καθώς και όταν οριστικοποιήθηκε ο διαχωρισμός της μουσικής από την ποίηση, η ιδιοφυής ελληνική μ. άρχισε να παρακμάζει. Έτσι, ενώ οι αμιγώς λυρικοί στίχοι έπαψαν να χρησιμοποιούνται, οι προσωδιακοί και οι απλούστεροι της λυρικής μονωδίας, απέκτησαν βαρύτητα κατά την αλεξανδρινή εποχή και ακόμη περισσότερο κατά την ακόλουθη ελληνορωμαϊκή περίοδο, εξαιτίας ακριβώς ενός συνόλου κανόνων, που ήταν κατάλληλοι να υπογραμμίζουν την τεχνική μαεστρία, αλλά συγχρόνως να αποκρύπτουν τη χαμηλή ποιητική αξία.
Τον 3o αι. π.Χ. ο πνευματικός πολιτισμός των Ελλήνων προετοιμάστηκε για την κατάκτηση του ρωμαϊκού κόσμου μέσω των αποικιών της νότιας Ιταλίας. Ο αυτόχθων άτεχνος σατούρνιος, αν και διατηρήθηκε έως τον Ναίβιο, δεν μπόρεσε να αντιπαρατεθεί με τα κομψά μέτρα της περίτεχνης ελληνιστικής ποίησης (έως την εποχή της παρακμής). Αντίθετα όμως, από τον Έννιο και μετά, τα διάφορα μετρικά σχήματα, τα οποία χρησιμοποίησαν οι Λατίνοι ποιητές στην επική, στη δραματική, στη λυρική ποίηση και στη σάτιρα, δανεισμένα στο σύνολό τους από τους Έλληνες, εμπλουτίστηκαν, πιθανότατα, από τους χυμούς νέων, σε συναισθηματικό επίπεδο, περιεχομένων, μεταφέροντας, ωστόσο, την έλλειψη κομψότητας που συνοδεύει την εκβιαστική προσαρμογής τους στη λατινική γλώσσα.
Κατά την ύστερη αυτοκρατορική εποχή, τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Ρώμη, άρχισε να εξασθενεί η αίσθηση της ποσότητας, η οποία εξαφανίστηκε παντελώς, όταν στη ζωντανή γλώσσα ο πρωταρχικός μουσικός τονισμός αντικαταστάθηκε βαθμιαία από τον τονισμό της εκφώνησης. Η ποσοτική μ., αραιά και που, χρησιμοποιήθηκε –μετά την πτώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας– αποκλειστικά από τους Βυζαντινούς λόγιους στην Ανατολή και κυρίως από τους ουμανιστές της Δύσης. Έτσι, προς το τέλος της αυτοκρατορίας, εμφανίστηκε μια μ. τονιστικού τύπου, η οποία, τουλάχιστον στην αρχή, απομιμήθηκε τους μετρικούς τύπους τους πιο χαρακτηριστικούς και τους πιο κοινούς της παλαιάς ποσοτικής ποίησης, αντιπαραθέτοντας, στους λεγόμενους ισχυρούς τόνους, ένα νέο εύρημα, στο οποίο ακόμα και σήμερα καταφεύγουμε, προσπαθώντας μάταια να επαναλάβουμε στην ανάγνωση, κατά κάποιο τρόπο, την αρχαία απαγγελία των κλασικών κειμένων.
νεοελληνική μ. Η νεοελληνική μ., βασισμένη αποκλειστικά στα τονικά μέτρα, τα οποία, αν εξαιρέσουμε τους λόγιους στιχουργούς, είχαν ήδη επικρατήσει στο Βυζάντιο, κατάγεται κατά το μεγαλύτερο μέρος από τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο (U^), που δικαίως θεωρείται ο εθνικός μας στίχος (παρά τη δυσφημιστική προσωνυμία που του προσέδωσαν οι Βυζαντινοί καθαρολόγοι, αποκαλώντας τον δημοτικόν, με την έννοια του λαϊκού και του χυδαίου). Ο δεκαπεντασύλλαβος είναι ο βασικός στίχος των δημοτικών τραγουδιών, γεγονός που επιβεβαιώνει τη λαϊκή βάση της νεοελληνικής μ. Κατά κανόνα, διαιρείται με την τομή σε δύο ημιστίχια, ένα οκτασύλλαβο ιαμβικό οξύτονο και ένα εφτασύλλαβο παροξύτονο. Οι προσολωμικοί ποιητές δημιούργησαν περισσότερες ποικιλίες του δεκαπεντασύλλαβου και επεδίωξαν να αποφύγουν τη μονοτονία, είτε καταργώντας την τομή είτε τονίζοντας μερικές φορές μια μονή συλλαβή.
Ο Σολωμός και οι λοιποί Επτανήσιοι χρησιμοποίησαν δίπλα στο μέτρο της δημοτικής ποίησης και το δαντικό ενδεκασύλλαβο ή τον δεκατρισύλλαβο, ενώ ο Παλαμάς άφησε δείγματα μιας τολμηρότερης ανανέωσης του δεκαπεντασύλλαβου με τη συλλογή Ίαμβοι και Ανάπαιστοι (1897). Περισσότερο απομακρυσμένη από τα λαϊκά πρότυπα, η αρχαιόφιλη στιχουργία του Κάλβου, δεν αντιτίθεται απόλυτα στον εθνικό στίχο, όπως αποδεικνύει συχνά η παράθεση δύο συνεχών στίχων των ιδιότυπων στροφών του:
Πήγαινε· εις τον παράδεισον
μία δάφνη εκεί βλαστάνει
ή
Ως μέσα εις τα πολύδενδρα
δάση το βράδυ εισπνέει...
* * *η (ΑΜ μετρική)βλ. μετρικός.
Dictionary of Greek. 2013.